κικλήσκουσ'

κικλήσκουσ'
κικλήσκουσα , κικλήσκω
call
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
κικλήσκουσι , κικλήσκω
call
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)
κικλήσκουσι , κικλήσκω
call
pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
κικλήσκουσαι , κικλήσκω
call
pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κικλῄσκουσ' — κικλῄσκουσα , κικλήσκω call pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) κικλῄσκουσι , κικλήσκω call pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κικλῄσκουσι , κικλήσκω call pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κικλήσκω — (Α) 1. καλώ κάποιον, φωνάζω κάποιον κοντά μου («κικλήσκει σε πατὴρ ἐμός», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον σε γεύμα, δείπνο κ.λπ. 3. καλώ κάποιον να μέ βοηθήσει, επικαλούμαι τη βοήθεια κάποιου («κικλήσκουσ Ἀίδην καὶ ἐπαινὴν Περσεφόνειαν», Ομ. Ιλ.) 4 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”